Σκέψεις και δράσεις ενάντια στο φασισμό
Γνώμη
Η άνοδος του φασισμού στο κοινοβούλιο, στη δημόσια σφαίρα, στο δρόμο μας αφορά όλες κι όλους και απαιτεί τη συντονισμένη αντίδρασή μας.
του Κωστή Σπηλιώτη
Ένα μικρό σχήμα κατανόησης
Ρατσιστικές, σεξιστικές, ομοφοβικές, μισαλλόδοξες ιδέες και πρακτικές κυκλοφορούσαν εδώ και δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία, και συνδέονταν με ένα βαθύτατα συντηρητικό ιδεολογικό υπόστρωμα. Δεν ανακαλύψαμε με τη Χρυσή Αυγή ότι οι γυναίκες έχουν περισσότερο στη φύση τους να μεγαλώνουν παιδιά και να είναι νοικοκυρές, οι ξένοι ανήκουν σε κατώτερους πολιτισμούς από το δικό μας και γίνονται εύκολα εγκληματίες, οι μη ορθόδοξοι είναι αιρετικοί και αναγκάζονται να λατρεύουν με δυσκολία τους θεούς τους και οι ΛΟΑΤ είναι ανώμαλες/οι και ξεδιάντροπες/οι.
Όλα αυτά τα πίστευε ένας μέρος της ελληνικής κοινωνίας, αλλά η οικονομική κρίση, η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και η έλλειψη οποιασδήποτε σοβαρής κυβερνητικής πολιτικής στο ζήτημα της μετανάστευσης, τα πύκνωσαν σε ένα φρικτό σύνολο. Από σκόρπια στοιχεία ρατσισμού, σεξισμού, ομοφοβίας, μισαλλοδοξίας ως μέρη ενός αλλοπρόσαλλου εθνικού ιδεολογήματος, περάσαμε στον ξεκάθαρο, λυσσασμένο φασισμό, στο κοινοβούλιο, σε πανελλαδική μετάδοση από την τηλεόραση, στο δρόμο.
Δεν αποδίδω τα ιδεολογικά φαινόμενα γενικώς στην οικονομία και στην υλική διαβίωση των ανθρώπων, αλλά αυτήν την περίοδο τα θεωρώ εξαιρετικά σημαντικούς παράγοντες για να κατανοήσουμε το φαινόμενο του φασισμού, και σε αυτή μου την ερμηνεία έχω μάλλον την ιστορία με το μέρος μου: οι οικονομικές κρίσεις έχουν γενικά αναθρέψει φασιστικά μορφώματα και το μίσος για το διαφορετικό, με τη δημοκρατία της Βαϊμάρης και την άνοδο του Γ' Ράιχ να αποτελούν το πιο γνωστό παράδειγμα.
Τι κάνουμε με το φασισμό; Τρεις οπτικές
Στις συζητήσεις περί δικαιωμάτων πριν την κρίση, η οπτική που συναντούσαμε περισσότερο (ιδίως στα μη οργανωμένα μέλη κοινοτήτων που υφίσταντο διάκριση), ήταν να κοιτάξει η κάθε κοινωνική ομάδα τα δικά της προβλήματα και να πιέσει για συγκεκριμένες αλλαγές.
Τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης δεν ήταν ασήμαντα: αφήνοντας στην άκρη τη γενικότερη κοινωνική αλλαγή, είτε επειδή τη θεωρούσες άσχετη με το θέμα σου είτε επειδή ήθελε χρόνο και ήταν αβέβαιη, εστίαζες σε συγκεκριμένα προβλήματα, και δυνητικά μπορούσες να έχεις πιο άμεσο και σαφές αποτέλεσμα. Στη συγκεκριμένη συγκυρία μια τέτοια λογική θα υπεράσπιζε πιθανότατα την αύξηση της πίεσης για νομοθεσία εναντίον της ρητορικής και εγκλημάτων μίσους απέναντι στις/τους ΛΟΑΤ, επαφές με το Υπουργείο Δικαιοσύνης την ελληνική αστυνομία για την καλύτερη προστασία των ΛΟΑΤ, δημιουργία δομών υποστήριξης και παραπομπής για τα θύματα ομοφοβικής βίας, και θα έμενε εκεί, χωρίς να ανοίγει τη συζήτηση. Το βασικότερο ίσως αντεπιχείρημα σε αυτήν την οπτική είναι πως καμώνεται την πρακτική και προσγειωμένη, χωρίς να είναι τελικά, βάζοντας επιδέσμους μόνο στο δεξί χέρι του πολυτραυματία.
Στη βάση αυτού του αντεπιχειρήματος, βρίσκουμε την πολιτική επιχειρηματολογία που θεωρεί τα ανθρώπινα δικαιώματα ενιαία και αδιαίρετα, και συνακόλουθα βλέπει τις δράσεις ενάντια στην ομοφοβία και την τρανσφοβία ως μέρος ενός ευρύτερου αντιρατσιστικού και αντιφασιστικού μετώπου. Οι φορείς αυτής της λογικής δεν υπερασπίζουν βέβαια τη συγχώνευση των επιμέρους συλλογικοτήτων και δράσεων (ενάντια στην ομοφοβία, υπέρ των μεταναστριών/τών ή των ατόμων με αναπηρία) σε ένα θολό αντιρατσιστικό μέτωπο. Αντίθετα θεωρούν πως η στοχευμένη δράση απέναντι σε συγκεκριμένα ζητήματα διακρίσεων, για παράδειγμα ενάντια στην ομοφοβία και την τρανσφοβία, μπορεί να συμπορεύεται με τη συμμετοχή σε αντιρατσιστικά και αντιφασιστικά δίκτυα, την παρέμβαση κοινοτήτων που υφίστανται διάκριση σε διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις άλλων κοινοτήτων, ακόμη και αν τα προβλήματά τους δεν τις αφορούν άμεσα κτλ.
Κάτι που συμπλέκει με ενδιαφέροντα τρόπο αυτή τη λογική με την αμέσως προηγούμενη, είναι ότι η επιχειρηματολογία παραμένει δικαιωματική και όχι γενικότερα πολιτική-οικονομική: η άνοδος του φασισμού και του ρατσισμού δε συνδέονται ρητά με την οικονομική κρίση, οπότε η συνολικότερη βελτίωση των κοινωνικών-οικονομικών συνθηκών μένουν έξω από τη συζήτηση.
Από την άλλη, για ένα μέρος του αντιφασιστικού και αντιρατσιστικού κινήματος, αυτό ακριβώς είναι το κέντρο του προβλήματος, καθώς οι οικονομικές κρίσεις αυξαίνουν τις κοινωνικές ανισότητες και πυροδοτούν το μίσος για το διαφορετικό. Με αυτό το σκεπτικό, ένα αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό μέτωπο που θα διεκδικεί συνολικά την ισότητα όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν μπορεί να μη συνδέεται και με ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των ανθρώπων. Αυτό επειδή τόσο συνολική είναι στην ουσία της η κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και γιατί μόνο έτσι μπορεί να χτυπηθεί το πρόβλημα του φασισμού και του ρατσισμού στη ρίζα του.
Όσο δυνατή περιγραφικά είναι αυτή η οπτική, άλλο τόσο αδύναμη μπορεί να είναι πρακτικά: βάζοντας όλα τα ζητήματα της ισότητας στην ατζέντα σου, είναι πολύ εύκολο να χάσεις τη συγκεκριμένη σου στόχευση. Επιπλέον η σχεδόν αποκλειστική σύνδεση των συγκεκριμένων πρωτοβουλιών στο ελληνικό πλαίσιο με τους πολιτικούς χώρους της διεθνιστικής αριστεράς και της αυτονομίας--αναρχίας κάνουν αρκετά μέλη κοινοτήτων που υφίστανται διάκριση να αισθάνονται επιφυλακτικότητα για τη συμμετοχή τους, επειδή ακριβώς δεν αυτοπροσδιορίζονται μέσα από την ιδεολογία ή και το λάιφσταϊλ αυτών των χώρων.
Συμπέρασμα: Μαζί, πέρα από τις περιχαρακώσεις
Το να συνεχίσουμε να έχουμε στοχευμένες δράσεις για συγκεκριμένα ζητήματα είναι πολύ σημαντικό. Είναι κρίμα να το αντιμετωπίζουμε σαν δίλημμα τύπου ή στοχευμένη δράση ή συνολικότερη αντιρατσιστική και αντιφασιστική δράση. Η νομοθεσία για τη ρητορική και τα εγκλήματα μίσους είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την αφέλεια ενός τέτοιου διλήμματος: η κατάθεση ενός σχετικού νόμου θα πρέπει να αφορά και τους/τις ΛΟΑΤ, και τα άτομα με αναπηρία, και τις θρησκευτικές μειονότητες και τις ξένες/ους.
Περνώντας τώρα στη γενικότερη εικόνα, όσο είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε ότι η υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας γιγάντωσε και πύκνωσε τα ήδη υπάρχοντα ρατσιστικά, σεξιστικά, ομοφοβικά, μισαλλόδοξα στοιχεία της, άλλο τόσο είναι σημαντικό να αποφύγουμε τις κινητοποιήσεις με σαφές ιδεολογικό πρόσημο, στο βαθμό που μας ενδιαφέρει ένα πλατύ αντιφασιστικό μέτωπο. Το παράδειγμα των κινητοποιήσεων υπέρ του θεάτρου Χυτήριο είναι αρκετά διδακτικό, καθώς ηθοποιοί, υπέρμαχοι της θρησκευτικής ελευθερίας, ΛΟΑΤ άτομα, κουήρ, αριστερές/οί και αυτόνομοι, φιλελεύθερες/οι, αντιρατσιστικές συλλογικότητες κ.ά. συνασπίστηκαν και άρχισαν να δρουν ενάντια στη φασιστική βία.
Για τις/τους ιδεολογικά πιο βέβαιες/ους από εμάς, μπορούν να συνυπάρχουν παράλληλες δράσεις και σε ένα δεύτερο επίπεδο, που θα υπερασπίζουν δηλαδή τον τερματισμό της ύφεσης και της υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου των ανθρώπων με συγκεκριμένες προτάσεις διακυβέρνησης, ως την πραγματική λύση για την καταπολέμηση του φασισμού. Ακόμη όμως και σε αυτό το δεύτερο επίπεδο, είναι σημαντικό να παραμείνουμε φειδωλές/οι με την ιδεολογική καθαρότητα: οι αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες που αυτοπροσδιορίζονται ως μέτωπα, αλλά έχουν σαφή αναφορά σε κομματικούς χώρους, έχουν δείξει μια μάλλον χαμηλή οροφή όσον αφορά τη γενικότερη τους απεύθυνση.
Και όπως λέει μια διαδικτυακή φίλη, η whoever, που δεν την έχω δει ποτέ, αλλά την αισθάνομαι συντρόφισσα: «[...] Έτσι όπως έχει γίνει το πράγμα πια, νιώθω την ανάγκη να το πω: καιρός να πάψουμε να αναρωτιόμαστε έτσι απλά «τι να κάνουμε». Και ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ. 'Εστω αυτό το απλό: Να πάμε να αράξουμε και να πιούμε μπύρες έξω από το Χυτήριο, ώστε να είναι «κατειλημμένο» το σημείο όταν θα θελήσουν «να αράξουν» οι φασίστες. Αν δε γουστάρουμε να μπλεχτούμε πιο ενεργά με τον ακτιβισμό, τουλάχιστον ας προσφέρουμε τη φυσική μας παρουσία, σε ένα πεζοδρόμιο, για δύο ώρες. Δεν είναι δα και δύσκολο.»