Μπενάβετε καλλιαρντά;
Αφιέρωμα Γλώσσα & ομοφυλοφιλία
Αν ακούγατε τη φράση «αβέλω τη σερμέλα του σεβντοκατέ», που θα πήγαινε το μυαλό σας; Ελάτε να δούμε από κοντά τα καλιαρντά, την ιδιότυπη διάλεκτο των γκέιστην Ελλάδα.
του Τίμου Αγγέλου
Τα media, το θέατρο, οι άνθρωποι γύρω μας μιλούν και καλιαρντά. Ακόμα κι όταν αγνοούν την περιπέτεια και την ακριβή σημασία των λέξεων που χρησιμοποιούν. Στους «Στάβλους της Εριέτας Ζαΐμη»· στη «Θεά τον έκανες τον μουσακά» του Νίκου Μουρατίδη· στις στήλες των περιοδικών lifestyle και των κουτσομπολίστικων tabloid, ακόμα και στις εκφράσεις των μεσημεριανών πανελιστών. Τα καλιαρντά έχουν τρυπώσει από όλες τις ραφές στο κοστούμι της καθομιλουμένης γλώσσας.
Ποια είναι όμως η ιστορία αυτής της «διαλέκτου που μετέτρεψε την τάξη των κίναιδων σε ερμητική κάστα»; Ο Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα καλιαρντά. Πρωτάκουσε τις «λουμπινίστικες» λέξεις, όταν ήταν ακόμα γυμνασιόπαιδο, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Τις ξανάκουσε, από εργάτες, όταν δούλευε μαζί τους στη Θεσσαλονίκη, τη δεκαετία του '40. Και τις εμπέδωσε στο μεγάλο πάρκο της πόλης, όπου είχε διοριστεί φύλακας (1946-49) και σύχναζαν «σαλταδόροι, πουτάνες, νταβατζήδες, κλεφτρόνια, χασίκλες και παπατζήδες».
Στο ομώνυμο βιβλίο του, ο λαογράφος αναφέρει ότι τα καλιαρντά ήταν στην πραγματικότητα ένα αμυντικό τείχος. Οι ομοφυλόφιλοι των κατώτερων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων στα χρόνια του μεσοπολέμου αντιμετώπιζαν πιέσεις από ένα εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, έπρεπε να βρουν έναν κώδικα που θα τους επέτρεπε να μιλούν μεταξύ τους χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλοι. Αυτή λοιπόν η γλώσσα του δρόμου τούς θωράκιζε ενάντια σε κάθε επιβουλή του περιβάλλοντος, πολλώ δε μάλλον του εκάστοτε καθεστώτος. Στη δικτατορία π.χ., τον χουντικό τον αποκαλούσαν «μπισκοτότεκνο» (μπισκότα Παπαδοπούλου – Γεώργιος Παπαδόπουλος + τεκνό).
Ο Αλέκος Σακελάριος, σε χρονογράφημά του (εφημ. «Ελεύθερος Κόσμος», 1972), αποσιωπώντας το βιβλίο του Πετρόπουλου, υποστηρίζει ότι τα καλιαρντά τα δανείστηκαν οι ομοφυλόφιλοι από τους τσιγγάνους. Κατά το συγγραφέα, πρόκειται για παραφθορά μιας ινδικής διαλέκτου που έφεραν μαζί τους οι τσιγγάνοι από τη μακρινή πατρίδα τους.
Τα καλιαρντά πέρασαν στον υπόκοσμο, αναπτύχθηκαν παράλληλα με τις μεγάλες ελληνικές πόλεις και απέκτησαν ελληνικές καταλήξεις, με επιρροές και από την τουρκική, αγγλική, ιταλική και γαλλική γλώσσα. Ο Πετρόπουλος είχε ήδη εντοπίσει κάποιες λέξεις (bal, boro, mutzi) που ενδεχομένως σχετίζονται με τα καλιαρντά. Επίσης αναφέρει τους στίχους ενός ποιήματος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (ζινόντας τ' απονίδονο λαβίνι/ κι απονιβόντας ερομιδαλιό/ σινέρωσα το δέρο του χαβίνι κον' άλικο δομένικο λαρό) για τους οποίους εικάζει ότι μπορεί να είναι είτε ντούρα καλιαρντά, είτε κορακίστικα, είτε, τέλος, μια προσωπική γλωσσοπλασία. Στο βιβλίο του υποστηρίζει ότι ακόμη και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, που συνέταξε τη Νεοελληνική Γραμματική, γνώριζε την ύπαρξη των καλιαρντών – πλην όμως ούτε αυτός ούτε οι διάδοχοί του ασχολήθηκαν μ' αυτά.
Διακρίνονται σε δυο επίπεδα: στα απλά καλιαρντά (που τα μιλάνε λίγο-πολύ όλοι οι ομοφυλόφιλοι) και στα ντούρα καλιαρντά (μεταγενέστερη εκδοχή των καλιαρντών) με στοιχεία οιονεί καθαρεύουσας. Ο Πετρόπουλος υποστηρίζει ότι οι ηθοποιοί πρωτοστάτησαν στο να γίνουν τα καλιαρντά ιδίωμα του συρμού. Ωστόσο, «θεωρούνταν μπανάλ να μιλάει κανείς καλιαρντά» θυμάται η ηθοποιός Σπεράντζα Βρανά. «Τα άκουγα από τους ομοφυλόφιλους που σύχναζαν στα στέκια τους· λέγανε λέξεις, π.χ. τα παγκρά, αλλά δεν ήταν ακόμα διαδεδομένες».
Δεκαετία του '70. Θέατρο «Ριάλτο», Χρήστος Βαλαβανίδης - Κωνσταντίνος Τζούμας στη σκηνή, υποδύονται δυο κόρες (επιθεώρηση «Στο κεφάλι μου μια γάτα»:
Εμάντες η Παγόνα,
Παγόνα η μπαροτάτη,
βασίλισσα γοργόνα,
χούντα δεσποινοτάτη.
Τα καλιαρντά κατάφεραν να ανεβούν στη σκηνή, δεν πέρασαν όμως και στη δισκογραφία. Το χαριτωμένο τραγουδάκι κόπηκε από το ψαλίδι του λογοκριτή. Λίγα χρόνια αργότερα, η διάλεκτος θα περάσει και στην αυτοβιογραφία της γνωστής τραβεστί Μπέτυ, με νέες λέξεις (τζόβενο, σεμνοκαυλωμένη, φτωχοαγαπητικός, λωλέτζω), «ένα γλωσσικό κράμα κοινής λαϊκής γλώσσας, αργκό, κουλτουριάρικων και καλιαρντών», κατά τον Πετρόπουλο.
«Ξεκίνησαν σαν παρεΐστικο γλωσσικό ιδίωμα. Αυτό ίσχυε μέχρι τη δεκαετία του '70, λόγω του κλίματος της εποχής εκείνης» υποστηρίζει ο θεατρικός συγγραφέας, Άγγελος Πυριόχος. «Σήμερα έχουν μπει στο λεξιλόγιό μας. Το 95% των Ελλήνων γνωρίζει τις λέξεις τζους, ντικ, μουσαντά. Παραθέριζα πέρυσι στα Κουφονήσια και άκουσα στην παραλία δυο κυρίες να λένε μεταξύ τους: «ντικ (κοίτα) το κύμα!» Πρόσφατα, στο σουπερμάρκετ άκουσα μια 50άρα να αναφωνεί «μα, τι κουλό είναι αυτό που βλέπω». Υπάρχουν καμιά δεκαριά λέξεις που πάνε κι έρχονται στο λεξιλόγιο όλων. Από την άλλη, το 80% των σίριαλ χρησιμοποιούν καλιαρντά. Κι εγώ όταν είχα στήλη στο «Τηλέραμα», χρησιμοποιούσα τη λέξη «τζους». Στο θέατρο σπάνια οι συγγραφείς χρησιμοποιούν καλιαρντά κι αυτό μόνο στην επιθεώρηση. Αρκετοί ηθοποιοί ωστόσο, αυτοσχεδιάζοντας, μπορεί να πετάξουν κάποια λέξη. Ως συγγραφέα με προβληματίζει η χρήση τους. Για παράδειγμα, στην επιθεώρηση «Τα θέλει ο... Καλατράβας μας» σκεφτόμασταν αν έπρεπε να βάλουμε τη λέξη «μουνί». Η Βάσια Τριφύλλη μας έβγαλε από τη δύσκολη θέση, αντικαθιστώντας τη με το «μουτζό»!".
Ο ηθοποιός και σεναριογράφος Πάνος Χατζηκουτσέλης θεωρεί ότι «τα καλιαρντά δεν είναι πια συνθηματική, κρυφή γλώσσα, ειδικά από τη στιγμή που ο χαρακτήρας του γκέι, χάρη στους «Απαράδεκτους», μπήκε στα σπίτια όλων όχι ως γραφικός αλλά ως έξυπνο παιδί της διπλανής πόρτας. Στα σίριαλ η χρήση τους γίνεται στα τυφλά, οι περισσότεροι σεναριογράφοι χρησιμοποιούν τις λέξεις επειδή είναι του συρμού. Όσον αφορά την επιθεώρηση, η γλώσσα της ήταν ανέκαθεν ελεύθερη και γι' αυτό είχε κατηγορηθεί ως ελευθεριάζουσα. Είχαμε π.χ. στη δεκαετία του '30 νούμερα με μάγκες, που χρησιμοποιούσαν και μερικά καλιαρντά. Άλλωστε, οι ομοφυλόφιλοι ήταν ένα από τα πρόσωπα που σατίριζε η επιθεώρηση».
«Παρωχημένα» χαρακτηρίζει τα καλιαρντά ο συγγραφέας-μεταφραστής Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. «Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα και τα άκουσα, ένιωσα αποστροφή. Θεωρούσα κατάντια να τα μιλάει κανείς. Σήμερα μόνο μερικές λέξεις διασώζονται και λίγες περισσότερες μιλιούνται μεταξύ των τραβεστί. Οι ανάγκες που τα γέννησαν δεν υπάρχουν πια. Όσο περισσότερο απενοχοποιούνται οι γκέι, τόσο δεν υπάρχει λόγος να είναι τα καλιαρντά μια συνθηματική γλώσσα».
Κλείνω το τηλέφωνο και βγαίνω στο δρόμο. Είναι όντως παρωχημένα τα καλιαρντά; Στη στάση του λεωφορείου: μια κοπέλα, γύρω στα 30, εκπαιδευτικός. «Ναι, τις χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις, αν και δεν γνωρίζω την ακριβή σημασία τους. Τις ακούω κι από τα παιδιά. Δεν πιστεύω ότι κάνουν κακό (σ.σ: στα παιδιά), απλώς είναι του συρμού. Μ' αρέσουν». Μπαίνω στο μετρό. Δίπλα μου, ένας νεαρός και μια κοπέλα. Χρησιμοποιούν καλιαρντά, αλλά δεν ξέρουν την προέλευσή τους. Περνάω από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς μου για τσιγάρα. Η ιδιοκτήτριά του ακούει τα παιδιά να λένε «κουλό» και «λούγκρα», και δείχνει εξοικειωμένη με τα καλιαρντά. Δεν γνωρίζω βέβαια ποια θα ήταν η αντίδρασή της αν άκουγε τις κατάρες που συνήθιζαν παλιότερα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι γνώστες των καλιαρντών:
- που να αβέλει με σικ το πούλμαν της χαράς και να σε τζάσει στο ρουνάδικο για ρεβί, ξεκολιάρα! (η βόλτα για τεκνά να καταλήξει στο αστυνομικό τμήμα)
- που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο!
- να αβέλεις πιασμαντό σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται! (αυτό κι αν είναι κατάρα)
Μπορεί να άνοιγε διάπλατα τα μάτια της. Μπορεί απλώς να χαμογελούσε συγκαταβατικά. Άλλωστε, τόσα και τόσα στοιχεία έχει δεχθεί στην καμπούρα της η ελληνική γλώσσα. Τα καλιαρντά θα την πείραζαν;
«Καλιαρντά»: Ένα βιβλίο και μια πολιτική δίκη
Ο λαογράφος Ηλίας Πετρόπουλος ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα καλιαρντά. Στο ερμηνευτικό-ετυμολογικό λεξικό του, «Καλιαρντά», (πρώτη έκδοση 1971, ανατύπωση 1993 από τις εκδόσεις Νεφέλη) κατέγραψε πάνω από 3.000 λέξεις.
Τη μέρα που κυκλοφόρησε το βιβλίο, είχε αποφασιστεί και η δίωξη του συγγραφέα. Η δίκη έγινε δυο μήνες μετά, στις 8 Μαΐου. Οι κατηγορίες ήταν: περιύβρισις δημοσίας αρχής και του βασιλικού εμβλήματος, κακόβουλος περιύβρισις της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας και κυκλοφορία ασέμνων. Μάρτυρες κατηγορίας... τρεις, ένας αστυνομικός και δυο καθηγητές. Μάρτυρες υπεράσπισης μία ολόκληρη στρατιά διανοουμένων και καλλιτεχνών, από τον κριτικό Γιάννη Μπακογιαννόπουλο μέχρι το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Ωστόσο, ο πρόεδρος επέβαλε εφέσιμη ποινή και για να απαλλάξει τη χούντα από το όνειδος μίας καταφανώς πολιτικής δίκης, καταδίκασε τον Πετρόπουλο μόνο ως... πορνογράφο. Αποφυλακίστηκε, λόγω ανήκεστου βλάβης, μερικούς μήνες αργότερα.
Γλωσσάρι
Η φράση στην εισαγωγή σημαίνει θέλω το πέος του λαϊκού τραγουδιστή. Με την ευκαιρία, για να πλουτίσετε το λεξιλόγιό σας, παραθέτουμε ενδεικτικά μερικές καλιαρντολέξεις.
- αβέλω = θέλω, δίνω, επιθυμώ. Αβέλω μπιεσμάν: βάζω χέρι σε κάποιον.
- αποκατέ = από εκεί
- γαργαρότεκνο = ναύτης
- επιτάφιος = γκέι συνοδευόμενος από καλοντυμένα τεκνά
- δικέλω = βλέπω
- ιμάντες = εμείς. Άκλιτη αντωνυμία. Ενικός: εμάντες
- κατσικές = αριστερός. Αντίθετο: προβατές= δεξιός
- κουραβέλτα = συνουσία. Συνώνυμα: κουραβελτόσημο
- λατσός = ωραίος. Λατσολίθαρο= διαμάντι.
- με-σικ = με ευγένεια, κομψά. Προφέρεται σαν μία λέξη
- μπαροτάτη = πολύ χοντρή
- μπενάβω = ομιλώ. Μπενάβω ανθυγιεινά= κακολογώ
- μπερντές = χρήματα. Συνώνυμο: ντουλά
- νάκα =όχι, δεν
- νταλκαρέτεκνο =μόνιμος εραστής
- πομπίνο-φραπέ = αιδοιολειχία (από το γαλλικό pon-pon και το frapper)
- ροσολιμαντέ = γλύψιμο (από το ροσόλω), άκλιτο.
- σερμέλα = πέος. Συνώνυμα: φακιροπίπιζα, τουτού.
- υψομετρού = επαρχιώτης γκέι. Συνώνυμα: βλαχοντάνα,γιδοτεκνοσυντήρητη
- φλοκάρω =εκσπερματώνω.
- Φλόκια ρομανόφ = ρώσικη σαλάτα
- ψαμοσκελού = καυλιάρα (από το ψαμός = ξαναμένος + σκέλη)
(Πηγή: Ηλία Πετρόπουλου, Καλιαρντά, 1993, εκδόσεις Νεφέλη)