Λογοτεχνία
Σηκωμένες σελίδες
του Ρήγα Κούπα
Το λέμε αλλά δύσκολα το γράφουμε, είτε ως απλοί γραφιάδες είτε ως μεταφραστές και συγγραφείς. Κι όμως, ο καθένας βρίσκει τον τρόπο να το τρυπώσει στις σελίδες του.
Πιστεύω να καμάρωσες τ’ αρχοντικό σερβίτσιο μου,
και το μικρό μου το λακέ με την οικοστολή.
Όταν υπάρχουν όλ’ αυτά και βρίσκεις και ψωλή,
το παραπάνω το μυαλό, τι να το κάνεις Μήτσο μου;...
Ναπολέων Λαπαθιώτης: [Το σπίρτο] από Το οχτασέλιδο του Μπιλιέτου Νο 10
Το πέος και τα πολυάριθμα συνώνυμά του δεν θα μπορούσαν ν’ απουσιάζουν από τη λογοτεχνία. Στα πορνοπεριοδικά το πέος έχει την τιμητική του, αν και σπάνια αναφέρεται έτσι «παστεριωμένα»· προτιμούνται πιο ερωτικές, λαϊκές λέξεις, δηλαδή όπως μιλάμε πάνω στην κάψα του έρωτα.
Ποιες, όμως, λέξεις χρησιμοποιούν οι συγγραφείς της gay λογοτεχνίας (ή οι μεταφραστές τους στα ελληνικά) για να αναφερθούν στο πέος; Στο μικρό μας ανθολόγιο με αποσπάσματα από ποιήματα, διηγήματα και μυθιστορήματα 17 ελλήνων και ξένων συγγραφέων κανείς δεν το λέει με το στείρο επιστημονικό του όνομα. Συγγραφείς και μεταφραστές φαίνεται να προτιμούν το ουδέτερο πουλί για τις αναμνήσεις τους από την παιδική και εφηβική ηλικία και τις συνομιλίες με μεγαλύτερους και τον αρσενικό πούτσο για τις ερωτικές σκηνές· μάλλον σπάνια μεταχειρίζονται τις θηλυκές πούτσα και ψωλή, ενώ – έκπληξη! – απουσιάζει το καυλί.
Όμως ο πατέρας μου είχε πουλί μεγαλύτερο από το δικό μου σίγουρα. Δεν το ’δα ποτέ. Γνήσιο αρσενικό κι αυτός. Ίσως καμιά μέρα το δω. Πιο βολικό όμως ήταν να βλέπω του μικρού Μάκη, γειτονόπουλο κι αυτό, όμως μικρότερο μου. Παίζαμε μαζί τα πουλιά μας. Του ’δειχνα φυσικά πρώτα το δικό μου, αμέσως κατέβαζα το βρακί του και τράβαγα το τσουτσούνι του να το ξεγυμνώσω.
Πρόδρομος Σαββίδης: Δυο σταγόνες βροχή (Οδυσσέας)
Λένε, ξέρεις, ότι το δικό του… – ξέρεις ποιο – είναι φοβερά μεγάλο. Την άλλη φορά που θα παίξουμε το παιχνίδι του βρωμιάρη πιάσ’ το για να δεις. Έτσι θα βεβαιωθούμε.
Γιούκιο Μισίμα: Εξομολογήσεις μιας μάσκας (Οδυσσέας)
Αυτός κάθισε δίπλα μου τελείως τσίτσιδος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, του είχε σηκωθεί κιόλας. Τότε, τελείως αδιάφορα, με ρώτησε αν είχα δει ποτέ τόσο μεγάλο πουλί όσο το δικό του. Εγώ είπα πως όχι και προσπάθησα να κάνω το βλάκα.
Χάιμε Μπάιλι: Μην το πεις σε κανέναν (Ψυχογιός)
Το πουλί του ήταν αδρανές, όπως στα ντους. Περίτμητο, ζαρωμένο, με αυτοέλεγχο, όπως και κάθε τι επάνω του. Φώναζε ότι περίμενε να το ανακαλύψουν.
Άλαν Χόλινγκχερστ: Η βιβλιοθήκη της πισίνας (Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος)
Άπλωσε το πόδι του στα σκέλια του άντρα απέναντί του, του χάιδεψε τ’ αρχίδια και το χαλαρό πουλί του. Ο Λούκης χαμογέλασε πονηρά. Έγειρε πίσω.
Λύο Καλοβυρνάς: Αστάρτη: Οικογενειακή Γεωγραφία (Μεταίχμιο)
Πηγαίνω δίπλα του, κατεβάζω το φερμουάρ, βγάζω έξω τον πούτσο μου, έχοντας συναίσθηση ότι είναι μικρός και ζαρωμένος εξαιτίας του σπηντ. Δεν προσποιούμαι ότι κατουράω, στέκομαι δίπλα του και μαλακίζομαι μέχρι να καυλώσω. Τελειώνει το κατούρημα, παίζει το χοντρό του πούτσο, ενώ με παρακολουθεί με την άκρη του ματιού του. Κοιτάζω κάτω προς τον πούτσο του κι απλώνω το χέρι μου να τον πιάσω. Αναστενάζει και μουρμουρίζει.
Χρήστος Τσιόλκας: Κατά μέτωπο (Οξύ)
Άρχισε να παίζει τον πούτσο του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο έπαιζε τον δικό του, χρησιμοποιώντας την κρέμα σαν λιπαντικό. Ο Φίλιπ έχυσε πάνω στη μπλούζα του. Ο άντρας, πιο έξυπνος, έχυσε στο πάτωμα. Στην οθόνη, ο νεαρός φαντάρος έχυσε τη στιγμή που ο αξιωματικός του άρχισε να του βγάζει τα ρούχα.
David Leavitt: Η χαμένη γλώσσα των γερανών (Aquarius)
Ο πατέρας μου με χαστουκίζει ξανά. «Το πουλί του ήταν μικρό» λέω. «Έμεινα έκπληκτος. Πίστευα πως όλα ήταν σαν το δικό μου. Και το δικό σου». Τώρα ο πατέρας μου, μου ρίχνει μια γροθιά, και γεύομαι πραγματικά αίμα, το νιώθω στο σαγόνι μου.
Ντέιλ Πεκ: Μάρτιν και Τζων (Οδυσσέας)
Ο ίδιος, στην πραγματικότητα, του είχε κάνει πολλά σήματα με το χέρι, αγγίζοντας το φύλο του, το οποίο ήταν καταφανώς ερεθισμένο. Όταν ο Τομασίτο όμως το χούφτωσε, ο άντρας αντέδρασε με βίαιο τρόπο, άρχισε να τον χτυπάει αποκαλώντας τον πούστη.
Ρεϊνάλντο Αρένας: Πριν πέσει η νύχτα (Σύγχρονοι Ορίζοντες)
Τον πρόσεξα απ’ την πρώτη στιγμή· καθόταν σε μια γωνιά με μυστηριώδες ύφος. Στην αρχή, νόμιζα πως του άρεσε ο φίλος μου, ένας νέος και ωραίος Ιταλός. Κι όμως όχι, αποδείχθηκε πως κοίταζε εμένα, το γέρο. Πλησίασε και συστήθηκε. Γνωριστήκαμε. Μ’ αγαπάει πολύ. Κι έχει κι ωραίο πούτσο. Σου φαίνομαι χυδαίος. Όχι, μιλάω για έρωτα και, για τον έρωτα, είναι σημαντικό: έχει ωραίο πούτσο.
Έντουαρντ Λιμόνοφ : Ένας ρώσος ποιητής προτιμά τους μεγάλους νέγρους (Aquarius)
Βογκούσαν καθώς περιέγραφαν τη λιγωτική αποτελεσματικότητα αυτού του μιγαδικού πέους, ενός εμβόλου cafe-au-lait που λέγεται ότι έφτανε σε μάκρος τους είκοσι οκτώ πόντους και είχε πάχος αντρικού καρπού.
Τρούμαν Καπότε: Όταν οι προσευχές εισακούονται (Καστανιώτης)
Ο χωριάτης, όχι μόνο κατέβηκε, όχι μόνο με πήρε τηλέφωνο, αλλά ήρθε σούμπιτος από το σπίτι, καυλωμένος, έκατσε όλη νύχτα, με έστησε στα τέσσερα, με ξεκώλιασε, τέτοια πούτσα είχα μήνες να φάω, σκληρή, χοντρή, γενναιόδωρη, τόσα γάρα είχα ώρες να πιω, τέτοιο πονοκέφαλο είχα να νιώσω από το Σάββατο.
Παναγιώτης Χατζηστεφάνου: Η επώνυμη (nanogod)
Οι στάσεις \ που πήραμε \ ήταν αστείες \ αλλά µε δυο \ μεγάλους, χοντρούς \
κουβανέζικους πούτσους \ μέσα στον κώλο µου \ ταυτόχρονα \ βρέθηκα \ στον παράδεισο.
John Giorno: Πορνογραφικό ποίημα, από Η έλξη των ομωνύμων (Οδυσσέας)
Στη θέα αυτού του ταμπλώ – μιας σατανικής φωτεινότητας – το αίμα ολονών είχε ανέβει στο κεφάλι. Καθένας καιγόταν να απολαύσει παρόμοια ηδονή μ’ αυτήν των τεσσάρων ανδρών. Ο φαλλός του καθενός – γεμάτος αίμα έμοιαζε με σιδερένια μπάρα. Σε τέτοιο σημείο που η στύση προκαλούσε πόνο.
Όσκαρ Ουάιλντ (;): Τέλενυ (Ερατώ)
Ξανακοιτάζοντας τον, αγγίζω τις δεκάδες ανάγλυφες φλέβες που τον στολίζουν από τη βάση μέχρι το κεφάλι. Λεπτός πάνω, χοντρύτερος όσο κατεβαίνει στη ρίζα, ντούρος και μελιτζανής, όλο το αίμα μου σ’ αυτόν το έδωσα. Τ’ αρχίδια αρχίζουν να μαζεύονται πάλι, τα καρυδάτα αρχίδια μου περιμένουνε σειρά να τροφοδοτήσουνε με τα κοιτάσματα τους τον αγωγό’ ο μικρούλης γίνεται πανύψηλος, γίγας, αιματώδης κίων, χιλιόμετρα αγγούρι – ανατριχιάζω σύγκορμος! – και ξεκινάω για καινούργιες ιστορίες.
Γιάννης Παλαμιώτης: Οι φίλοι ή Παραχάραξη ηθικής (Εξάντας)
|